-
1 κρῑο-πρός-ωπος
κρῑο-πρός-ωπος, mit einem Widdergesicht; τὤγαλμα τοῦ Διός Her. 2, 42. 4, 181; Luc. sacrif. 14 astrol. 8.
См. также в других словарях:
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek